- λυκώ
- Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη της Ιφιθέας και του Δίωνα, βασιλιά της Λακεδαίμονας. Ο Απόλλων χάρισε το δώρο της μαντικής τόσο σε αυτή όσο και στις αδελφές της, Όρφη και Καρύα. Επειδή η Λ. και η Όρφη εμπόδισαν την Καρύα να έχει σχέσεις με τον Απόλλωνα, ο τελευταίος τις οδήγησε στην τρέλα για να τις τιμωρήσει, ενώ αργότερα τις μεταμόρφωσε σε βράχους του Ταΰγετου.
* * *(I)λυκώ, -οῡς, ἡ (Α)(ως προσωνυμία τής Σελήνης) η λύκαινα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα -ώ (πρβλ. κυν-ώ, μορμ-ώ). Λιγότερο πιθ. θεωρείται ο τ. να παράγεται < *λύκη «ξημέρωμα».————————(II)λυκῶ, -όω (AM) [λύκος]ορμώ σαν λύκος και ξεσχίζω, κατασπαράζω σαν λύκος («ἥκει δέ τις ἢ τῶν προβάτων λελυκωμένα φέρων ἢ τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα», Ξεν.)μσν.μέσ. λυκοῡμαι, -όομαιμεταβάλλομαι σε λύκο, αποκτώ τις ιδιότητες τού λύκου («ὡς πρόβατον ἐν μέσῳ λύκων ἀποσταλεὶς οὔτε αὐτὸς ἐλελύκωτο καὶ τοὺς λύκους εἰς ἄρνας μετέπλαττεν», Στουδ. Θεόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.